ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Των Πέτρου Μπερερή - Εύης Τρούκη
Τα τελευταία χρόνια η εκπαιδευτική κοινότητα έχει εντάξει στις αναφορές της για την καθημερινή σχολική πρακτική όρους που συνδέονται με διδακτικές πρακτικές και μαθησιακές διαδικασίες διαφορετικές από την μετωπική διδασκαλία.
Όροι όπως «αλληλεπίδραση», «αυτορρύθμιση», «διερεύνηση», «διαπραγμάτευση», «συνεργασία» υποδηλώνουν την ανάγκη των εκπαιδευτικών να στραφούν σε διδακτικές προσεγγίσεις που θα «ζωντανέψουν» το μάθημα, θα ενισχύσουν το ενδιαφέρον και την επιθυμία των μαθητών για το σχολείο και θα δώσουν «σάρκα και οστά» στο όραμα πολλών εκπαιδευτικών για μια ουσιαστική εκπαίδευση. Σε ένα συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα όπως είναι το ελληνικό, όπου οι μαθητές όλης της χώρας διδάσκονται το ίδιο περιεχόμενο την ίδια χρονική περίοδο και με τον ίδιο τρόπο, ο εκπαιδευτικός είναι βασικός μοχλός εξέλιξης και αλλαγής της καθιερωμένης πρακτικής.
Ωστόσο, κάθε προσπάθεια των εκπαιδευτικών για καινοτομία συχνά δυσχεραίνεται από την πίεση να ανταποκριθούν στα μετρήσιμα εκπαιδευτικά αποτελέσματα που το εκπαιδευτικό σύστημα και οι γονείς επιδιώκουν, όπως είναι η κάλυψη συγκεκριμένης ύλης και η υψηλή βαθμολογία. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται πρόσθετη προσπάθεια από την πλευρά του εκπαιδευτικού προκειμένου να αρθούν περιορισμοί πρακτικοί και μη, ειδικά όταν οι αλλαγές που επιχειρεί να εισαγάγει βασίζονται σε μορφές οργάνωσης της τάξης και σε δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με δεξιότητες και τρόπους συμμετοχής διαφορετικούς των μαθητών από τον κανόνα του παραδοσιακού σχολείου και της μετωπικής διδασκαλίας.
Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι στο πλαίσιο μιας διερευνητικής και δια-θεματικής δραστηριότητας οι μαθητές καλούνται να συνεργαστούν, να διατυπώσουν, να διερευνήσουν και να πραγματευτούν έννοιες και τελικώς να επικοινωνήσουν ακολουθώντας πολύ διαφορετικούς κανόνες από αυτούς που διέπουν συνήθως την επικοινωνία μέσα στην τάξη. Ως εκ τούτου, ο εκπαιδευτικός καλείται να «ανατρέψει» τους κανόνες επικοινωνίας που οι μαθητές «κουβαλούν» στην βάση της εμπειρίας τους από την γενικότερη εκπαιδευτική πρακτική και μέσα από στοχευμένες διδακτικές παρεμβάσεις να καλλιεργήσει στους μαθητές νέες επικοινωνιακές συνήθειες (για μια αναλυτική παρουσίαση σχετικών διδακτικών παρεμβάσεων βλ. Μπερερής και Τρούκη, 2009).
Από την άλλη πλευρά, το εκπαιδευτικό σύστημα συχνά έχει αναζητήσει τρόπους να δημιουργήσει εντός του σχολικού προγράμματος το πλαίσιο που θα δώσει στους εκπαιδευτικούς τον αναγκαίο χώρο και χρόνο είτε για να αναπτύξουν πρωτοβουλίες, είτε να δοκιμάσουν μικρότερες ή μεγαλύτερες αλλαγές στην εκπαιδευτική διαδικασία και μέσα από αυτές τις «πειραματικές» εφαρμογές να επανεξετάσουν την αποστολή του σχολείου και τον δικό τους ρόλο. Μία από τις προσπάθειες αυτές είναι ο θεσμός της ευέλικτης ζώνης που ξεκίνησε πιλοτικά το σχολικό έτος 2001-2002 και έδινε στους εκπαιδευτικούς την δυνατότητα να εφαρμόσουν διαθεματικές και δημιουργικές δραστηριότητες με στόχο οι μαθητές να μαθαίνουν συνεργαζόμενοι, ερευνώντας και δημιουργώντας. Έτσι, στο πλαίσιο της ευέλικτης ζώνης αναπτύχθηκαν και εφαρμόστηκαν σχέδια εργασίας που συνδέονται όχι μόνο με τα γνωστικά αντικείμενα του Αναλυτικού Προγράμματος, αλλά με ευρύτερες θεματικές περιοχές όπως είναι η υγεία, το περιβάλλον, οι τέχνες.
Με την παρούσα έκδοση επιχειρείται να συγκροτηθούν σε ενιαίο σώμα οι ατομικές προσπάθειες και ιδέες εκπαιδευτικών που, αν και φαινομενικά ενήργησαν μεμονωμένα σχεδιάζοντας και εφαρμόζοντας στην τάξη τους ένα σχέδιο εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαφορετικά σχολεία, τελικώς φαίνεται να μοιράζονται κοινές ανησυχίες για τους στόχους, τα μέσα και τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων στις οποίες χρειάζεται να εμπλέκονται οι μαθητές. Για τον λόγο αυτό, στόχος μας είναι, μέσα από την σύνθεση της ατομικής εμπειρίας εκπαιδευτικών, να διαφανεί η δυναμική κάθε προσπάθεια που δοκιμάζεται στην σχολική αίθουσα και τα σχέδια εργασίας που παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο να αποτελέσουν σημείο «συνάντησης» και άλλων εκπαιδευτικών.
Πρόθεση των εκπαιδευτικών που συνεισφέρουν σε αυτό το βιβλίο ήταν να προτείνουν και να δοκιμάσουν στην πράξη δραστηριότητες οι οποίες φέρουν στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας την ερευνητική δράση και την δημιουργικότητα του μαθητή. Οι μαθητές μαθαίνουν μέσα από αυτά που κάνουν και λένε οι ίδιοι και όχι ακούγοντας παθητικά τον εκπαιδευτικό. Κοινή διαπίστωση όλων αυτών των εκπαιδευτικών ήταν ο ενθουσιασμός τους και η προθυμία των μαθητών τους να ανταποκριθούν σε νέους ρόλους: στον ρόλο του ερευνητή, του συνεργάτη, του δημιουργού. Οι θετικές αυτές διαπιστώσεις προσμετρώνται στον απολογισμό μιας δύσκολης προσπάθειας για τους εκπαιδευτικούς, καθώς ακόμα και όταν τους δίνεται το θεσμικό πλαίσιο για την εισαγωγή καινοτομιών στο σχολείο, καλούνται να υπερβούν όχι μόνο πρακτικούς περιορισμούς (π.χ. εξασφάλιση αναγκαίων χώρων και υλικών), αλλά προπαντός προσωπικές αγωνίες, ενδοιασμούς και ανησυχίες. Μάλιστα, ένα από τα βασικά θέματα που τους απασχολούν είναι αν και πώς οι δραστηριότητες που σχεδιάζουν και δοκιμάζουν θα μπορέσουν κάποτε να συνδεθούν οργανικά με το πρόγραμμα και την στοχοθεσία του σχολείου και δεν θα έχουν τον χαρακτήρα «ευχάριστου διαλείμματος» σε μια κατά τα άλλα μονότονη και παθητική παρακολούθηση μαθημάτων. Καθώς όμως οι εκπαιδευτικοί που πειραματίζονται συνήθως εκπλήσσονται ευχάριστα από την ανταπόκριση και την συμμετοχή των μαθητών τους, το τελικό αποτέλεσμα είναι ολοένα να δυναμώνουν οι «φωνές» για ένα σχολείο ζωντανό, δημιουργικό, που σέβεται την διαφορετικότητα όλων και συνδέεται άμεσα με την κοινωνία.
Για τούτο και το βιβλίο αυτό αφιερώνεται σε όλους τους εκπαιδευτικούς που δεν εγκαταλείπουν το όραμα τους και αξιοποιούν κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία που τους δίνεται να σχεδιάζουν την διδασκαλία τους με βάση τα ενδιαφέροντα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μαθητών τους, ώστε να τους βοηθήσουν να ανακαλύψουν την χαρά της μάθησης, της δημιουργίας και της συνεργασίας μέσα στο σχολείο.
Ετικέτες edit post
0 Responses

Δημοσίευση σχολίου